ΤΑ
ΟΝΕΙΡΑ ΜΑΣ ΚΡΑΤΑΝΕ ΞΥΠΝΙΟΥΣ

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Τα γεγονότα

Τα γεγονότα κατέρχονται ραγδαία εκ του λόφου

που απειλεί συστηματικά το οπτικό μας πεδίο

φορτωμένα στην ερπυστριοφόρο βαρύτητα.

Κάθοδος ιδιαιτέρως επείγουσα

γιατί μαζί τους κατεβαίνουν μπουλούκια ολόκληρα

άλλοι κρατώντας σύριγγες, μικροτσίπ, σφραγίδες

άλλες με χάπια, κάμερες, κατοικίδια αισθήματα

άλλοι με πριόνια, μετρητές, τηλεαναφλέξεις

άλλες με γνήσιες απομιμήσεις αντιγράφων,

ανάμεσά τους κυκλοφορούν τα γεγονότα

έρχονται αλλά ποτέ

δε φεύγουν τελείως.

Δύσκολο ν’ ανεβείς το λόφο.

Ή και ωραίο παιχνίδι.

Της επίμονης ύπαρξης.

Πείραμα μέσα στο πείραμα.

Σάββατο 12 Ιουνίου 2010

Λίγο πριν

Κάθε δρόμος χωρίζει τον κόσμο στα δύο.
Αμέτρητοι δρόμοι κόψαν τον κόσμο κομμάτια
και το παζλ διαλύθηκε.

Κάψαν τα δάση για να εξοντώσουν τις νεράιδες.
Αρρωστήσαν τους ανέμους
για να εκδιώξουν τους αγγέλους.
Φαρμάκωσαν τη θάλασσα
τις γοργόνες να αφανίσουν.
Κάρφωσαν κεραίες για να διώξουν τους θεούς.
Δηλητηρίασαν τη νύχτα
για να χαθούν τ’ αερικά.
Και τώρα ήρθε η σειρά μας.

Βγήκαν στους δρόμους τα θηρία.
Ζωντανέψαν οι δεινόσαυροι.
Γέμισαν δράκους οι πλατείες.
Τέρατα στα παράθυρα
στις πόρτες οι γορίλες.
Μας κυνηγήσαν λάμιες
μας πήγαν από τη Σκύλλα
στον Καϊάφα.
Και τώρα ήρθε η σειρά μας.

Οι μεγάλοι φθόνησαν
κι οι μικροί λουφάξαν.
Οι φτωχοί αγοράστηκαν
κι οι πλούσιοι πουληθήκαν.
Οι άγριοι σκληρύνθηκαν
και οι αβροί αιωρηθήκαν.
Οι υγιείς αναχώρησαν
κι οι άρρωστοι συνηθίσαν.
Και τώρα είναι η σειρά μας.

Παρασκευή 11 Ιουνίου 2010

Θα γελάμε

Θα γελάμε τότε
με ό,τι πιστεύουμε τώρα.
Τα τέρατα που μας πολιορκούν
θα στέκουν κούφια, ανύπαρκτα.
Θα γελάμε με κατανόηση και συμπάθεια
κι η ανωτερότητά μας θα χορεύει
με μια υποψία σκαρφαλωμένη στον ώμο της.
Θα γελάμε με συναίσθηση και χαρά
μα μέχρι τότε θα κλάψουμε.
Θα κλάψουμε να ξεπλύνουμε
και να ξεπλυθούμε
κι άλλοι από τις νυχιές των διπλανών τους
σε τούτο το πηγάδι μέσα στοιβαγμένοι
άλλοι από το ποδοπάτημα των από πάνω τους
άλλοι από μάχες με θηρία,
μ’ αίμα θα θρέψουν
τα ροδοκόκκινα χείλη που θα γελάνε,
θα γελάνε παίρνοντας το αίμα μας πίσω.
Τα γέλια θ’ αντηχούν στους αιώνες
και στους γαλαξίες.
Μα ως τότε ένα νομίζω είναι
που θα μας κρατήσει,
η ευγένεια.
Τώρα που όλα διαλύονται
ας ανακαλύψουμε την ευγένειά μας
γιατί χωρίς αυτή δεν είναι
καθόλου σίγουρο το αν κάποτε
θα μπορούμε να γελάμε.
Κι ας πάψουμε να είμαστε αναίτια ευγενικοί. 
Αν θέλουμε να είμαστε αληθινά ευγενείς.

Τετάρτη 3 Φεβρουαρίου 2010

Καϊάφας

ή

Συναθώοι

Κουρέλι

Έρωτας

Ο λόγος

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

Μπες στο κλουβί

Έξω αμέτρητες φορές
το δρόμο σου θα χάνεις
θα σέρνεσαι στις αγορές
τιμές, στολές, πληγές θ’ αλλάζεις
θα ψάχνεις πάντα μιαν επιστροφή
κι όλο σφαλιάρες, ενοχές, ματαιώσεις
ασ’ τις δηλώσεις
και μπες στο κλουβί.

Χίλιοι κίνδυνοι κάθε στιγμή
δίχτυα πονηρά και μονοπάτια πλάνα
σου χιμούν οι αγωνίες κι η οργή
καθώς σε ουρανοξύστες αεροπλάνα
είναι μια κόλαση
το λέει κι η τηλεόραση
πάρτο απόφαση
και μπες στο κλουβί.

Κλείσου σε σύνορα, σε σχήματα, ιδέες
σε γραφεία, σε θαλάμους και στοές
να μην ακούγονται εκείνες οι φωνές
απ’ το γνωστό παλιό, το πιο βαθύ κελί,
πρόσωπα κλούβια κι αυταπάτες σβήσε
ξέχασες, μέσα ή έξω από τα κάγκελα είσαι
στην πόλη του τρόμου ντύσου τη σιωπή
τα χείλη σου δώσμου και μπες στο κλουβί.

Παραιτήσου, μη ρωτάς το γιατί
πώς θες ελεύθερη ζωή
με μια σκλάβα ψυχή;
Θα 'ναι όπως μέσα στη μήτρα γλυκά
σαν το δασάκι που τρέξαμε παιδιά
και ναι, θα 'μαστε πάλι μαζί
πάρε το χάπι
θα σε κάνει σατράπη
και μπες στο κλουβί.

Σε στάση

Μυστήριο τρένο

Ακροβάτης

Τα κοχύλια της ερήμου

Έξοδος

Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2010


Όνειρο ή αλήθεια

Ο μεγάλος ρυθμός προχωρά μπροστά
στο βάθος μικρές κινήσεις ακατάλυτες.
Με μια ζωή σαν όνειρο
που ζεις σα να’ ταν ψέμα,
ζωή παραμυθιάστρα
ζωή παραμυθένια.
Αγκιστρωμένη σ’ ουρανούς,
σε σύννεφα, σε άστρα
σε νιώθω που βουτάς
σε νιώθω που ρουφάς
σε νιώθω που ανασαίνεις,
ψυχή μου παραμυθατζού
και παραμυθιασμένη.
Το ξέρεις, ποτέ η ζωή δε φτάνει.
Όμως εσύ της φτάνεις.
Κι ό,τι από σένα περισσεύει
είναι οι νεράιδες και τα ξωτικά.

Μάτια μου

Την ώρα του απόβραδου
θ’ αργοχρονίσω ξετυλίγοντάς την απαλά.
Το φως του σούρουπου
θ’ ακινητοποιήσω
τη ζεστασιά, που γι’ αυτή ζούμε
ν’ αναμίξω με την τόλμη
που μ’ αυτή ζούμε.
Θα ’θελα να σου πω
για θάλασσες ξάστερες,
φουρτουνιασμένους ουρανούς,
αληθινές ιστορίες και πραγματικά όνειρα
που είχαν τη χάρη να ρουφήξουν
την αφοσίωση μέσα τους.
Όνειρα που ροδόλευκοι τα σέρνουν κύκνοι,
άρματα ερωδιών, σκίουρων, πελαργών
ακροβατούν στις αχτίδες
που ενώνουν τα μάτια μας.
Είναι απάρνηση του εαυτού
η ανάμιξη με τον άλλο
γι’ αυτό είναι άγιο, ιερό.
Άγιο είναι, ιερό
να τον κοιτάς και στα δυο μάτια.
Είναι το πάρε δώσε
στων ματιών το πήγαινε έλα,
αφήσου δέξου, λιώσε αναμίξου
ζήσε δυο φορές συγχρόνως.

Λήθη

Ρυθμοχώρα στους ιστούς σου πιάνεις
και τα πιο ανήσυχα ζουζούνια
τα κάνεις να ξεχνούν για πού ξεκίνησαν
και ποια μελωδία τα έφερε μέχρι εδώ.
Αριθμοχώρα οι πλανήτες σου ρουφούν
και τα πιο εξελιγμένα διαστημόπλοια
τα κάνουν να ξεχνούν τα εκτός πεδίου
και πως εδώ ήρθαν μόνο για ένα πέρασμα.
Αλγοριθμοχώρα ξέχασες ποια είσαι
ποιες νύμφες θώπευαν εκείνους που σε βρήκαν
ποιες νύχτες λιάζονταν στις καλαμόλιμνές σου
και τις πιο φωτεινές εκστάσεις σβήνεις,
παίρνεις ζωή μόνο από μας που σε αψηφούμε
και με τ’ αμπάρια μας γεμάτα με λωτούς
και στα κατάρτια μας δεμένες τις Σειρήνες
κουρσεύουμε τις λαμπερές σου πόλεις.

Προετοιμασία

Ξέρεις κάποια από τα ερωτήματα
που σε περιμένουν.
Και γίνεσαι απάντηση,
παζλ αυτονόητων ειλικρινών απαντήσεων,
ούτε έτοιμες ούτε έντιμες ακόμα
μα προχωρούν.
Ζεις επικίνδυνα
για να μπορείς τουλάχιστο να πεις
πως έκανες ό,τι μπορούσες.
Στη φουρτούνα της σταγόνας ναυαγείς,
τιθασεύεις ωκεανούς
δεν αρνείσαι,
είσαι
τώρα εδώ.
Κυλάς σε σωληνώσεις, σ’ αρτηρίες, σε χυμούς
φουσκονεριάζεις αγριεύεις και ξεσπάς
ζεις της ζωής την καταιγίδα
μεταμορφώνεσαι για να μπορείς
να παραμένεις αυτό που είσαι.
Στις πέτρες που μαζεύεις κλείνεις
τις παραλίες που συναντήθηκες.
Στις παραλίες που συναντήθηκες κλείνεις
τις θάλασσες που αγάπησες.
Στις θάλασσες που αγάπησες κλείνεις
το φως που σε φωτίζει.
Το φως που σε φωτίζει
ανοίγει διάπλατα τις πύλες
του κόσμουπου τόσα χρόνια χτίζεις.

Έρωτας

Δεν μπορώ να θυμηθώ το πρόσωπό σου,
ό,τι πήρα από σένα ήταν η γλύκα
του να βρίσκομαι κοντά σου.
Πάντα εδώ στο τώρα
οι τόποι και οι χρόνοι και τα άτομα
να τρέχουν γύρω μου
κι εσύ μια μελωδία πεταλουδένια
που προσπαθώ να πιάσω στην απόχη μου.
Κάτι μαγικό με κατακλύζει
και η μαγεία αυτή δεν είναι
η άπιαστη κι ακαταχώρητη ύπαρξή σου
μα είναι ότι δεν βρίσκομαι στο τώρα εδώ,
έχω αρχίσει να κινούμαι.
Ακολουθώντας σε κουνάω τα χέρια πάνω κάτω
και λίγο λίγo αρχίζω να πετάω.
Εισβάλουν σαν ανέμοι
μνήμες απ’ αυτό που ζω
κι όλα σημαίνουν.
Πάντα σήμαιναν
μα πεταρίζοντας μαζί σου
δε σημαίνουν μόνο
αλλά και είναι.

Το είναι

Η μέρα έσβησε τις επαναλήψεις
κι η αύρα του κύματος ξεπρόβαλε ολόγυμνη
απ’ το κατώφλι του βράχου
που έτρεξε να συμφωνήσει
για τις αρετές της εγρήγορσης.
Τα κορμιά και τα όντα των μορφών αναρρίγησαν
και ζήτησαν το τώρα.
Κι από τότε που αποσύρθηκαν οι αόριστοι,
κάθε στιγμή είναι η στιγμή
που μόλις έχουν σβηστεί οι αόριστοι.
Η ίδια στιγμή, είναι
και πώς να ξεκολλήσεις το ένα είναι
από το άλλο.
Θέλεις παιχνίδι. Θες το τυχαίο.
Το άγνωστο, το ατελές.
Συντονίζεσαι μαζί του στο κύμα.
Και εναλλάσσεις τους ρυθμούς
με ανάγκες και νοήματα.
Και ο ρυθμός ρωτάει το νόημα:
Υπάρχει άραγε καμιά ανάγκη
για όλο αυτό εδώ το είναι;

Μυστήριο τρένο

Περνούν τα χρόνια 
σαν τα βαγόνια 
ενός μυστήριου συρμού 
που σαν περάσει 
μέσα στη χάση 
στο άλλοτε και στο αλλού 
θα δεις την άλλη 
πλευρά και πάλι 
τούτου του γνώριμου σταθμού 
ή 
θα πηδήξεις 
και θα τ’ αρπάξεις 
θα μπεις θα μένεις 
και θα οδηγήσεις 
κι ίσως να φτάσεις 
στα μαύρα δάση, 
μην περιμένεις 
να σταματήσει. 

 Περνούν τα χρόνια 
σαν τα βαγόνια 
ενός τρένου μυστικού 
που κουβαλάει 
αστέρια πάει 
στην άλλη άκρη τ’ ουρανού 
στην αποβάθρα 
θα γνέφεις λάθρα 
τούτου του απίστευτου καιρού 
ή 
θα πηδήξεις 
και θα τ’ αρπάξεις 
θα μπεις θα μένεις 
και θα οδηγήσεις 
κι ίσως να φτάσεις 
στα μαύρα δάση, 
μην περιμένεις 
να σταματήσει.

Συναθώοι

Αν όμορφη η μέρα λάμπει στα βατόμουρα
και στα λιβάδια λιάζονται γυμνοσάλιαγκες
ανέβα στη σοφίτα με τα μαγικά ματζούνια
και μια γουλιά ανθισμένο φως ανάσανε.

Πάρε την άβγαλτη ζωή κι έξω σεργιάνισέ τη
πάνω στα νεύματα των συναθώων πνευμάτων,
στα όνειρα που μας κρατάνε ξύπνιους,
ψέματα που σε σώζουν από το μεγάλο ψέμα.

Όταν θα φτάσετε στο νότο, όπου
κάθε όνειρο παιδικό είναι αλήθεια
ρέμβασε εποχές, θελήσεις, αγκαλιαστείτε,
ένα πουλί πέταξε μέσα από το σύννεφο.

Σα θα σας πάρει ο ποταμός του απύθμενου
σαλίγκαρου, σφιχτά αγκαλιά σα στάλα
σκάει το μπουμπούκι μες στη φυλλωσιά
καθώς η μέρα εκβάλλει μες στη νύχτα.

Ειρήνη... γλύκα... ηδονή... τραγουδούν:
Συναθωότητα, ο κάλυκας της αγάπης,
που ανθίζει στο σκοτάδι για να φέρει
μια μέρα όμορφη που λάμπει στα δαμάσκηνα.

Το νου σου

Προσοχή στην προσοχή!
Προσέχετε όταν προσέχετε!
Η ενέργεια είναι προσοχή
κι η προσοχή πνεύμα.
Το κέντρο της εκείνος που τη δίνει
γι’ αυτό φρόντισε μην τραβάει την προσοχή
η προσοχή σου.
Εδώ όλα γίνονται γι’ αυτήν.
Γαλήνεψε κι άστη να γίνει
προσευχή.
Πρόσεχε από δύο, από πολλά σημεία.
Πρόσεχε σε δύο, σε πολλά σημεία.
Ίσως σου φανεί παιχνίδι που θέλεις να κερδίσεις.
Αν το δεις έτσι, τουλάχιστο θυμήσου
πως το παιχνίδι δεν τελειώνει με τη νίκη σου
μα με την άμυνα που θα παίξεις
μετά τη νίκη σου.

Κουρέλι

Είμαι ένα κουρέλι εμποτισμένο
με των πιο εξαίσιων ηδονών
τα αποστάγματα


Είμαι ένα κουρέλι βουτηγμένο
στων μυθικών πηγών
τα ιερά σταλάγματα


Είμαι ένα κουρέλι χιλιοσκισμένο
από ανήλεων κρυφών μαχών
τα θραύσματα


Είμαι ένα κουρέλι αναμμένο
σε στόμια βενζινομπουκαλιών
εμπρός στα οδοφράγματα

Είμαι ένα κουρέλι παραδομένο
στης έκστασης ξάστερων κεραυνών
τα θαύματα


Είμαι ένα κουρέλι ματωμένο
ζεσταίνω κορμιά πολεμιστών
γιατρεύω άνομα τραύματα


Είμαι ένα κουρέλι μισοκαμένο
από τη λάβα σοφών βυθών
από έμπνευσης ανάμματα


Είμαι ένα κουρέλι ανεμοπαρμένο
από των μυστικών δασών
τα ονειρένια δράματα

Πολιορκία

Ας επανέλθουμε στη λύση των προβλημάτων
που λύνονται με λέξεις.
Η ιστορικότητα, ο ορίζοντας
κι εμείς στη μέση.
Παίζεις μια μεσημεριανή παρτίδα
πάνω στην παιχνιδιάρα ζέβρα
που ξάπλωσε μαζί σου στο χορτάρι
του μεγάλου ξέφωτου.
Ταξιδεύοντας προς το κενό,
όσο τα πράγματα αραιώνουν γύρω σου
οι φύσεις ζουμερεύουνε μα εσύ
δεν θέλεις πια περιεχόμενο.
Θες το κουτί, το γύρω γύρω
να το αγγίξεις και να μελετήσεις
αν θα το ανοίξεις, αν θα βγεις,
αν θα εκσφενδονιστείς στο άγνωστο,
αν θα μείνεις πάντα περιεχόμενο.
Αν χρειαστείς βοήθεια φώναξε!
Εμείς θα περάσουμε στη λύση
των προβλημάτων που λύνονται
με φθόγγους και αλαλαγμούς.
Ποτάμια από αριθμούς πολιορκούν
την Ακρόπολή μας.
Πολιορκημένοι από βεβαιότητες
στην Ακρόπολη της Αμφιβολίας.

Σε στάση

Αν δεν υπάρχει τέλος
ούτε η αρχή υπήρξε.
Εξ ου η μανία των αρχών
στο να μαζεύουν τέλη.
Αν δεν υπάρξει ύφεση
ούτε η κρίση υπήρξε.
Γι’ αυτό ψάχνουν την ύφεση του ντο
όσοι δεν έχουν κρίση.
Αν δεν υπάρχει άκρη
ούτε το μέσο υπάρχει.
Γι’ αυτό οι έχοντες τα μέσα
έχουνε και τις άκρες.
Αν δεν υπάρχει κίνηση
ούτε η στάση υπάρχει.
Γι’ αυτό όταν έχει κίνηση
απόλαυσε μια στάση.
Ω εξαίσιες κινήσεις ακατάληπτες
όσων τολμούνε στάσεις!

Το νόημα

Είμαι έτοιμος να σκάσω.
Και σκάω ευθύς αμέσως.
Ευτυχώς γύρω μου υπάρχουν δέντρα
που φτερουγάνε τα κλαριά τους
στου ανέμου την ανάσα.
Κι η θάλασσα από πίσω τους
αμίλητη σαν κατακάθι τ’ ουρανού
που πίνω στου κόσμου το φλιτζάνι.
Βλέπω τον άνθρωπο που ξέρουμε.
Θέλει να είναι σημαντικός
να επηρεάζει, να έχει ρόλο.
Τα κύτταρά μας κάποτε θέλανε το ίδιο.
Κι ακόμη πού και πού το θέλουν.
Να γίνουν βασιλιάς στο παραμύθι της φωτιάς.
Βασίλισσα στο στρόβιλο της φύτρας.
Να γίνουν ωάριοΚαρδιά.
Να γίνουν σπερματοζωάριο
Εγκέφαλος μυελός.
Μα έμαθαν σιγά σιγά.
Έμαθαν τον εαυτό τους.
Την ηδονή.
Παραδόθηκαν και ψάλλουν ύμνους
προς τη ζωή, την ύπαρξη, τον κόσμο.
Αν είμαστε όλοι οι άνθρωποι κύτταρα
ενός σώματος
θα ’θελα να ’μουνα στο αίμα,
να ταξιδεύω και ν’ αλλάζω διαδρομές
ψάχνοντας να βρω
το νόημα,
το νόημα αυτό που πάντα ψάχνει το αίμα.

Το αερικό

Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε
που έγινε αυτή η ιστορία
όμως όλοι τη θυμούνται
κι ας μη μπορεί κανείς να πει
πότε ακριβώς συνέβη.
Μία νεράιδα κι ένα ξωτικό ερωτεύτηκαν...
Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Τα παιδιά τους ήταν αερικά.
Έκαναν πολλά παιδιά.
Έπρεπε να ανοίξουν σπίτι
και να παντρευτούν.
Έτσι έπιασαν δουλειά,
αυτή έγινε χορεύτρια νύμφη σε όνειρα
κι αυτός πιλότος οδηγός σε αστρικά ταξίδια.
Ήταν πολύ καλοί και άνοιξαν επιχείρηση.
Εκεί δούλευαν και τα παιδιά τους.
Τα αερικά είχαν μια περίεργη ιδιότητα.
Όποιον φίλαγαν γινόταν για λίγο
κι αυτός αερικό.
Τους άρεσε πολύ να φιλούν ανθρώπους.
Μα οι άνθρωποι υπακούανε σε άλλες
εντολές. Εκτός από λίγους.
Που κάνανε παρέα με τ’ αερικά.
Στα όνειρά τους χόρευε εκείνη
κι αυτός τους οδηγούσε στα αστρικά πεδία.
Εκείνα έπλεαν στο φως των αστραπών
και μοίραζαν φιλιά στ’ αστέρια.
Τα έχω με ένα αερικό.
Ετοιμαζόμαστε να παντρευτούμε.
Τα έχουμε πολύ καιρό.
Δε μπορώ να θυμηθώ από πότε.
Και πάντα ετοιμαζόμαστε να παντρευτούμε.
Αυτά όλα μεταξύ μας, έτσι;
Δεν τα ξέρει κανείς.
Ο μόνος που τα ξέρει είναι ο καθένας
για τον εαυτό του.

Αγάπη

Όλα συμβαίνουν επειδή σ’ αγαπώ
Και επειδή κι εγώ σ’ αγαπώ.
Είμαστε οι αναρίθμητες πηγούλες
του ενός και μόνου ποταμιού
που δίνει αίμα στ’ αστέρια
το ένα μετά το άλλο,
φλέβα αέναου ξυπνήματος
νέα πάντα, δροσερή
όπως η μέρα, ο χρόνος
οι στιγμές
που η μια γεννάει την άλλη.
Κι αν κάποια κενά υπάρχουν
αυτά είναι σίγουρα για να χωρέσουν
οι νότες της όλης μελωδίας
που ίσως το όλο δε μπορεί να νοιώσει.
Όμως εμείς,ο στιγμιαίος χορός του χώρου
μπορούμε.

Βασιλιάς παλιάτσος

Γυρίνε σαλτιμπάγκε κάνε κι απόψε μια ιστορία
μια ιστορία χωρίς θέμα, δίχως πλοκή,
δίχως αλήθεια ούτε ψέμα
χωρίς πατρίδα και φυλή
αλώβητη από χαρά, άτρωτη από πόνο.
Άοπλος δίχως λέξεις
Άστεγος δίχως μύθο
Άπορος δίχως πίστη
Δίχως υλικά ν’ ανακατέψω
χωρίς βυζί ν’ αρμέξω, κι όμως
η ιστορία είναι έτοιμη
πλέγμα ερωταποκρίσεων ερωτοπαρμένων,
ω κόσμε που κοσμείς τον εαυτό σου
και πνεύμα μας γεμίζεις σε κάθε μας πνοή
σαν μ’ έκθλιψη σύνθλιψε τη θλίψη.
Η λέξη κι η έλξη εξιλεώνονται.
Το παν και το άπαν παραπατάν.

Ποιος

Η βροχή…
Ποια βροχή;
Ποιος μίλησε ποτέ για τη βροχή;
Ίσως μονάχα αυτός που πνίγηκε
ή κολύμπησε σ’ αυτήν.

Οι λέξεις…
Ποιος νοιάστηκε για τις λέξεις;
Μονάχα αυτός που ξάπλωσε
κι αποκοιμήθηκε
και ξύπνησε σ’ αυτές.

Ο άνθρωπος…
Ποιος ένιωσε ποτέ τον άνθρωπο;
Μονάχα αυτός που πρόσεξε
που έζησε
που μέθυσε μ’ αυτόν.

Ποιος άνθρωπος δεν άπλωσε ή δε μάζεψε;
Ποιος δεν ηλιάσθηκε
ποιος δε σεληνιάστηκε;
Ποιος δεν υπήρξε
και ποιος, στ’ αλήθεια υπήρξε;

Υπάρχει μάλλον μόνο αυτός
που δεν σταματάει
πριν το τέλος
αλλά
ούτε και στο τέλος σταματάει

Το ξεφλουδισμένο φως

Σε ποιο παραμύθι θα ταξιδέψουμε απόψε
ποιας Άνοιξης αστέρια μυρώνουν τα όνειρά μας
μου λείπεις κι αυτή ή αλήθεια σκορπάει
τα ψέματα, καθώς η φλόγα τα σκοτάδια
ποια αγριοπούλια θα μας διδάξουνε κελάηδισμα
ποιών ατραπών πυγολαμπίδες θα μας οδηγήσουν
μου λείπεις κι αυτό το ψέμα απλώνεται
σαν το σκοτάδι που υπάρχει πάντα
κάτω απ’ το ξεφλουδισμένο φως.
Θα σε σμιλέψω στο κορμί της ύπαρξης
τίποτα δεν υπάρχει άμα δε φέγγει από μέσα του
σε ζωγραφίζω στης ζωής τον άνεμο
τίποτα δε ζει έξω απ’ το γιγάντιο πανηγύρι
σε χαράζω στ’ ακρογιάλια της αγάπης
τίποτα δεν αγαπά αν δεν αυτοαγαπιέται
ό,τι αρχίζει συνεχίζει
ό,τι ζει έχει αναστηθεί.

ή

Μέσα μας έχουμε μια φλόγα
που όσο φουντώνει
δεν αντέχεις να σε καίει
κι όσο καταλαγιάζει
λυπάσαι που λιγοστεύει
ή
που όσο μπορείς τη δυναμώνεις
κάθε που φουντώνει
και προετοιμάζεσαι απαλά
κάθε που λιγοστεύει.
Μέσα μας καίει η ίδια φωτιά.

Τα κοχύλια της ερήμου

Εδώ που πνέουν προσευχές
και στροβιλίζονται δεήσεις
από τη μίξη των αισθήσεων ξεκινώ
και ψάχνω προς τα πού ν’ απευθυνθώ.
Στο φύλλο ενός δέντρου ξάπλωσα
και με νανούρισε με αύρες γλυκές
ενός ονείρου που έκλεινε μέσα του
φλογίτσες κάθε τι ανθρώπινο.
Ανάμεσα στα δροσοπέταλα
ρούφηξα γητειές,
ποτάμια αρώματα με φέραν στην αγάπη
φώτισης καταρράχτες
και βουνά σοφίας τριγύρω
κι εγώ γελώντας να μαζεύω
τα κοχύλια της ερήμου.
Με αγκάλιασε άνεμος καιρό κλεισμένος
σε σπηλιές και σε φαράγγια,
με ταξίδεψε ψηλά
να δω το όλο
και σαν κατέβηκα με ορμή
χώθηκα στις ροές και στα μικροστοιχεία
και ψάχνω για το καύσιμο
του πύραυλου που φτιάχνω
που θα με πάει ξανά ψηλά
να δω το όλο κι ύστερα
να τ’ αφήσω μακριά μου
και ξέρω πως ξανά εδώ
μόνο γι’ αγάπη θα γύριζα πίσω.

Κρινάκια της άμμου

Αντιλαλεί
φωνή του θάμνου που δονεί
τ’ αηδόνια εκστασιασμένα
κι άλαλα
απ’ την περιχυμένη ξέχειλη ηδονή
την περιλάλητη.
Ζούληξε τον υπέροχο
ύπερο της πλάσης
βουλιάζοντας σε γύρη υγρή
βύζαξε απ’ το κορμί της ζάλης,
ζώντας,
αλλάζοντας,
αλαλάζοντας.

Συναίσθηση

Παγιωμένος στις ρευστές γνώριμες άγνοιες
στις κορφές του ψυχικού σου ψύχους
παγιδευμένος ψάχνοντας να βρεις πώς θα χαθείς
αποζητάς την ένταξή σου σ’ ένα μύθο
όπως αναζητάς σε ρόλο μέσα να κρυφτείς
καθώς κορμί να ενσαρκωθείς
καθρέφτη να αναγνωριστείς.
Όμως καθρέφτης είσαι εσύ
κορμί που φτιάχνει την ψυχή του
ομφάλιος ρόλος
που συνθέτει το δικό του μύθο
και σ’ άλλους μύθους νέος μπαινοβγαίνει
φτιάχνεις συνείδηση αραχνοΰφαντη
μες στης συναίσθησης το αρχαίο όνειρο.

Το τραγούδι μου

Εγώ δεν έζησα ποτέ
Η φύση φύσηξε διαμέσου μου
τα ψάρια τ’ ουρανού χορεύουν
το τραγούδι μου
κι η θάλασσα γαμική και μαγική
ξυπνάει αστραποβόλα
τα νιόφορα χαρμολούλουδα
και ζω

Ταξίδι

Η ζωή είναι ένα ταξίδι
σε πολιτείες με θρύλους που ίπτανται
πάνω απ’ τους τρούλους
στο συννεφένιο φαραγγίσιο φως
κάποιου φεγγαριού.
Είναι τα φτερουγίσματα της αιωνιότητας
ανάμεσα στους κίονες
του ναού του Τώρα,
λευκά μαντήλια από αύρες μουσικές
που στροβιλίζονται στο άδυτο
ξεχύνονται σε χελιδονοτροχιές
και κύματα που σκάνε στην ακτή
της χώρας Μνημολήθη.
Η ζωή είναι ένα ταξίδι…

Σιγά σιγά

Ξεχάστηκα σ’ εκείνα που ποτέ
δεν μου επετράπη να ξεχάσω
Έπαψα την αλήθεια να ζητώ
και ζητιανεύω για ένα ψέμα
Έμαθα τρόπους να αγνοώ
βάρυνα από ελαφράδα
κι ας με καλεί ο ουρανός
τη νύχτα για βαρκάδα.

Σταμάτησα πια να κυλώ
κι άρχισε η κατρακύλα
Έγινα μετρημένος κι έχασα
κάθε αίσθηση του μέτρου
Συνήθισα σιγά σιγά
σε βίο δίχως ήθος
σε παραμύθια απατηλά
κι ας με καλεί ο μύθος.

Το τίποτα απαρνήθηκα
κι έτσι τα έχασα όλα

Άδραξε τη νύχτα

Ακτινοβόλα σύμπαντα κυματίζουν
φορώντας τα άμφια
της αέναης τελετής
πιστές στην πιο στέρεη
στην πιο βέβαιη αμφιβολία.
Παραβολών φλόγες
παραφυλούν ν’ αρπάξουν
παράσημα, παράδες, παραμύθια,
φορείς του πιο επικηρυγμένου νόμου
ενάντια στην πιο νόμιμη ανομία.
Μα πώς μια φλόγα να παραφυλάξει,
μια φλόγα που για να ζει πρέπει να καίει
να παραφυλάξει
για να μπορεί να καίει, να ζει
να δημιουργεί το αστροφιλούμενο
το επιουσιαζόμενο φως;
Πώς;
Ποιος ερωτά, ποιος ερωτάται;
Υπάρχει η ερώτηση
που απαντάται όταν συντονιστεί
με την ηχώ της.
Να είσαι όσο πιο πολύ μπορείς
αυτό που θες να γίνεις.

Άλλο άτομο

Σβήσε τη φωτιά μου
τις θάλασσές μου άναψε,
ξύπνα ό,τι μέσα μου κοιμάται
κοίμισε όποιο ξαγρυπνά.
Ζούληξέ με άλλο άτομο.
Κάνε μου ό,τι θες.
Ό,τι θες μωρό μου.
Φτάνει να υπάρχεις,
άλλο άτομο.
Να με λιγώνει η ύπαρξή σου.
Άλλο άτομο μην αργείς.
Αν έρθεις θα τελέσουμε μαζί
το μυστήριο των μάταιων κύκλων.
Άμα δεν έρθεις θα μεθύσω
και μέσα στο μεθύσι μου
θα ξαναμεθύσω,
τη μέθη θα μεθύσω
και θα μπω μέσα μου
κι όταν ξυπνήσω θα αλειφτώ με λάδια
και στους ολάνθιστους θα περπατήσω κήπους,
αυλούς θα παίζει ο αέρας
κι οι ήλιοι θα μου τραγουδούν.
Τότε θα χορέψω ακίνητος
σαν κύμα μαρμάρινο,
φλόγα αλαβάστρινη
θα στροβιλιστώ
και μέσα απ’ τις ρωγμές αυτού του κόσμου
θα περάσω κάνοντας το πρώτο βήμα.
Στην πύλη θα συναντηθούμε
και ο καθένας μας θα κάνει όλο το δρόμο μέχρι εκεί
μα θα ’ναι πιο γλυκιά η διαδρομή
προσμένοντας πως θα συναντηθούμε.

Άφιξη

Καλώς ήρθες στο φως!
Έκανες μακρύ ταξίδι ως εδώ
μα είναι εδώ που αρχίζει το ταξίδι.
Κυλίστηκες στα υψίπεδα της παιδικής σου ηλικίας.
Συνουσιάστηκες με τα σχήματα και τις μορφές.
Κολύμπησες στις βάθρες των συννέφων.
Μίλησες κι άκουσες, έδειξες κι είδες, πρόσεξες.
Εδώ μπαίνει η τελευταία ψηφίδα
στο τοπίο σου
πρώτο κομμάτι ενός νέου ψηφιδωτού.
Είναι όλα ιστορικά ήδη!
Καλπάζεις πάνω στης ερήμου το κορμί
που απ’ τους μαστούς της βύζαξες
κι έρχεσαι στο χωριό των φίλων.
Καλώς ήρθες!
Είμαι ο εαυτός σου.
Καλώς βρέθηκα!
Στον ίσκιο του δέντρου
πώς ευχαριστιέμαι τον αέρα που ανασαίνω
μέσα στο βυσσινί παλλόμενο ουρανό!
Είμαι ένα μ’ αυτό τον ουρανό της ειρήνης
τον έτοιμο να δεχθεί σμήνη αγγέλων
και ν’ ανθίσει λιγωμένος από ευγνωμοσύνη.
Γύρω πλαγιές, κοίτες, μονοπάτια...
Τι ξεχωρίζει αυτό απ’ το άλλο κι από μένα
σα νιώθω την ομορφιά
που βρίσκεται πίσω τους, την ολόκληρη;
Το φως που ξεπετιέται από παντού
σε πίδακες, το φως που βλέπει
τους ήχους που με ακούν και με οδηγούν.
……………………………………………
Μια θάλασσα βυθίζεται μέσα μου.
Μια θάλασσα επιπλέει στο φως σου.
Θεέ μου...
Πάντοτε έτσι ήταν και δεν το ’βλεπα;

Άνεμος στους ιστούς μου

Η πλάση τρύπωσε στα λαρύγγια των πουλιών
ξεχύθηκε στα φύλλα των αυθύπαρκτων ζωών
σαν άρωμα απαλόχρωμου οράματος,
μαγνητικός αχός μυσταγωγίας ολάνθιστης.
Νεκταροχόοι βοηθείστε τη δραματοποίηση
ηχείστε στάλα στάλα χώρο στο δέρμα μας.
Ρωτώ το κύμα. Μ’ έλουσε.
Γυμνούς ρυθμούς κοκάλινους σπάω.
Η μελωδία του χρόνου μ’ ένωσε.
Άνεμος στους ιστούς μου. Πετάω.
Λεβάντες εκτοξευμένος μέσα σε ζέφυρο πορφυρό
σ’ άγνωστους ουρανούς φτερούγησα και φυσάω.
Σε σταθερή επαφή με το έσω
προσμένω από το έξω.
Καλύτερα να μην προσμένω από το έσω
ούτε να βρίσκομαι σε σταθερή επαφή με το έξω.

Ανθοφορία

Τα μελισσάκια του ήλιου
χύνονται στα φεγγαρολούλουδα της γης
φυσορουφάνε τους αυλούς του σώματος
που χλιμιντρίζει καθώς χάνεται
στην αντήχηση των τειχών.
Στην αντιστοίχιση των τυχών.

Πέφτουν τ’ αστέρια κι αναπηδούν
στα τύμπανα της νύχτας
χορός καπνός στην αύρα
του αρχιπελάγους που φώλιασε
σ’ ένα λιμάνι καναλοφάναρο.
Σ’ ένα κολπίσκο κοχυλοπόταμο.

Πυρόψυχη περιδινούμενη πνοή
σε ουράνιες χορδές δονούμενες
αναβαπτίζεται στις λίμνες του ήλιου,
αγνό μελωδικό άλγος λάγνο.
Η γύρη των κύκλων πλατσουρίζει
σε τετράγωνα σεντόνια.

Τα δέντρα τρέχουν λαγοπατώντας
το δάσος ηλεκτρισμένο αναρριγά
έμφωτο, ορμεύχυμο αργοκουνάει
τα φωτεινά του φρούτα.
Ανοίγουν οι αγωγοί της λάβας
που έρχεται τραγουδώντας.

Ο δρόμος μας

Παλέψαμε για το αναλογικό
τώρα δεχτήκαμε πως όλα
είναι εξ’ αρχής ψηφιακά.
Πολεμήσαμε για τις αξίες
μα τώρα σημασία για μας
έχει μονάχα η τιμή.
Χωρίς να είμαστε σίγουροι
αν πουλάμε ή πουλιόμαστε,
χωρίς και να μας νοιάζει.
Κυνηγήσαμε το άπειρο
και μας κατατρόπωσε το μηδέν.
Αληθινό είναι πια για μας
ό,τι δέχονται κι οι άλλοι.
Όπως το χρήμα.
Ονειρευτήκαμε τη φαντασία
κι ανακαλύψαμε τη μνήμη
την ίδια μνήμη που ανακαλύπτουν
όλοι κάποτε μπροστά τους
και μπαίνουν μέσα φυσικά.
Στη μνήμη αυτή μπορείς να μπεις
από πολλές διόδους.
Από αυτήν που μπαίνουμε εμείς
υπάρχει στη διαδρομή μας
και έξοδος.
Κι αν δεν υπήρχε θα τη φτιάχναμε.
Γιατί ο δρόμος μας
πάει μακριά ακόμα.
Κι ούτε έχει υπάρξει
πριν τον διαβούμε.
Δε θα τα παρατήσουμε τώρα, ε;
Αυτό που πάντα ονειρευόμασταν
δεν θα το τολμήσουμε ποτέ;
Όχι δε θα τα παρατήσουμε.
Θάρρος άνθρωπε.

Ο λόγος

Ο χρόνος αντίληψης της κίνησης
Η οριακή ταχύτητα ανάμεσα στην κίνηση
και την ακινησία
Όσο μικραίνεις τον απαιτούμενο χρόνο
τόσο αυξάνεις την ταχύτητα
Κι όσο αυξάνεις την ταχύτητα
τόσο αυξάνεται ο χώρος
και αναδύεται ο λόγος
Με όσο πιο πολλές προσοχές συνδέεσαι
τόσο απλώνεσαι πανοραμικά στο όλο
και όλες τείνουν να γίνουν μία
η Μεγάλη Προσοχή
Τώρα δεν έχεις να κάνεις
με το χρόνο ή με το λόγο
Έχεις να κάνεις με το δικό σου χρόνο
και το δικό σου λόγο

Πορτρέτο

Τεχνίτης του άμορφου περιπαθής
νοήμων νοηματοδότης
ενδοσκόπος εξερευνητής
αστροφεγγόλουστη ακαταληπτότης.
Αναγκασμένος να είναι ελεύθερος
επιλεγόμενος και επιλέγων
ελεύθερος να υποταχθεί.
Φαντασμαγορικά αόρατος.
Πλασματικός πλασματουργός
με τον εαυτό του συνωμότης
μεθοδικά αμεθόδευτος
αμετανόητα
πανανθρώπινα
ένας.

Ύπαρξη

Αν φεύγαν τα παράσιτα
κι άνοιγε το Μεγάλο Αυλάκι
θα ξεχυνόσουν προς τα εκεί που δείχνει
κι ο κόσμος θα σε διαπερνούσε.
Εκεί που νιώθεις την ουσία σου
που όσο μπορείς παραγεμίζεις
αν το άδειαζες
θα πέρναγε διαμέσου σου
η ουσία σου.
Κουνήσου.
Μη φοβάσαι το κενό.
Τα ερωτήματα όλα είναι ένα.
Μπορεί κάτι -ο,τιδήποτε- να υπάρξει;
Σαν έρθει η νια πατρίδα ξέχασε.
Όλα θυμίζουν, κάτι σημαίνουν
μάλλον απλώς γιατί είναι όλα οικεία.
Στη χώρα αυτών που απ’ το κεφάλι τους
σιντριβάνια ουράνια τόξα αναβλύζουν,
που ανθίζουνε στο δέρμα τους γαζίες
και ανασαίνουν ξυπνήματα,
πρώτες φορές, συνηχήσεις
περιδιαβαίνεις τις δονήσεις σαν παλμός διαχεόμενος.
Μιλάς στο περιγιάλι με τα κύματα
στο καθένα με τ’ όνομά του.
Το Αυλάκι σου αυλός που τραγουδά
την ψυχή που ρέει και ταλαντώνεται
κι εσύ γίνεσαι Εσύ
και σα ν’ αρχίζεις ν’ αχνοφαίνεσαι
μέσα απ’ το νέφος της ανυπαρξίας.

Ηλιόμελο

Ο άνεμος φύσηξε και παρέσυρε
τις συμπτώσεις και τις αντιστίξεις.
Το τοπίο έγινε δεδομένο
καθετί σύμβολο του εαυτού του
και του όλου.
Έτσι ο χρόνος προσέθετε
νέα στοιχεία και μια πλοκή
δαντελωτών χοροτροχιών εισέβαλε
στα ανοίγματα των ιστοριών.
Η κίνηση συνέχιζε
και ήρθαν οι εποχές,
έτσι ήρθε και η εποχή
που λατρεύτηκε ο κύκλος.
Η κίνηση κουνιότανε
η πίστη πίστευε
η ανάγκη ανάγκαζε και αναγκαζότανε
η ημέρα ημέρωνε
γλυκιά καρδιά μη φοβάσαι την έκθεση
η πλάση έπλαθε.
Η κίνηση ήταν απαραίτητη
όπως στον ποδηλάτη,
έτσι ήταν απαραίτητος κι ο ερχομός του τέλους.
Το τέλος αυτό που έπρεπε να ανακαλυφθεί
πριν το γνωστό τέλος.
Η γλυκιά καρδιά
ήθελε συχνά ν’ ανοίξει τα παράθυρα
και ν’ αφήσει τον άνεμο
να παρασύρει όλα αυτά
τα αραχνοΰφαντα ατμίζοντα παλάτια.
Αλλά την έπιανε μια αίσθηση ματαιότητας
σαν να μην άξιζε καθόλου, πια
ούτε καν η καταστροφή τους,
«πια» φώναζαν οι σωληνώσεις
και τα αντανακλαστικά
κι ο χρόνος αναγκάστηκε να υποταχθεί
στο παιχνίδι που ο ίδιος δημιούργησε.
Κι αυτός ο χρόνος ο συμπιεσμένος
φέγγιζε, ξεχείλιζε, ούρλιαζε
σα φλόγες που καίνε φλόγες
γεννούσε ακατάπαυστα
κι η αναπαραγωγή του ήταν
κι αυτή μια νέα ιστορία
μια νέα ιστορία με πριν και μετά
η ίδια αυτή ιστορία
απ’ όπου νομίζουμε ότι φεύγουμε
όταν μπαίνουμε σε ιστορίες νέες
αλλά ανακαλύπτουμε ότι είμαστε ακόμα
στην ίδια αυτή ιστορία.
Και ναι, δεν είναι ψέμα
σε κάθε μια ιστορία υπάρχει
καρφιτσωμένη κάπου μια λάμψη ανάμνησης
του προαιώνιου μύθου που λέει ότι
αυτή η πιο πολύτιμη
η μαγική αχτίδα του ήλιου
είναι τόσο πιο πιθανό να πέσει πάνω σου
όσο πιο πολλά σκοτάδια έχει διανύσει
για να φτάσει να σε βρει.
Θα ’ρθει η αχτίδα η πιο πολύτιμη
σε σένα το αμύθητο θα φθάσει φως
σα ζεστασιά γλυκιά καρδιά
να σου χυθεί, ηλιόμελο ζεστό στο κέντρο σου.
Κι όταν θα ’ρθει
πες το από τώρα
θα δεχθείς; πες
θα δεχθείς να σε τραβήξει
έξω;

Ακροβάτης

Αυτό που λες όταν δεν υπάρχει τίποτα να ειπωθεί
αυτό που πίνεις σα δεν υπάρχει τίποτα για να πιωθεί
αυτά που ακούς και βλέπεις και καταλαβαίνεις
σαν όλα σε καλούν να τα διασχίσεις και να συνεχίσεις…
Όταν θα φύγεις από το μόνο μέρος που υπάρχει
πετοχορεύοντας στης ζαρκαδόστρατας τη φτερωτή αλήθεια
με μία μόνο άρνηση μέσα σου κλειδωμένη
της άρνησης την άρνηση ομφαλοδεμένη στο χωρισμό των κόσμων
που έπρεπε να υπάρξουν για να αμφισβητήσεις
εκείνο που δε γίνεται να αμφισβητηθεί…
Παίζεις τ’ αφάνταστα και τα φανταστικά
σαν ακροβάτης μπάλες περιστρεφόμενες
κι ένα ένα τα μέλη σου περιστρέφεις
ώσπου γίνεσαι κύκλος, ροή, ηλεκτρόνιο
ριζώνεις στον άνεμο βαθιά
και στην αχλή των φωτεινών υπάρξεων
λούζεσαι.
Είσαι έξω απ’ όσα έκλεισες σε κύκλους
φυσαλιδένια σύμπαντα που άφρισε η φλόγα σου
άφησες το καράβι σου στα σύννεφα ναυαγισμένο
και βούλιαξες στους ουρανούς
και είσαι εδώ και κολυμπάς
στο πατητήρι της απλότητας.

Δεν πειράζει

Δεν πειράζει που η θλίψη πέταξε
πέρα από τους ορίζοντες των αστεριών.
Θα ’ρθουν πουλιά να κελαηδήσουν
στις βεράντες μας και να τσιμπολογήσουν
τις συνήθειές μας.
Δεν πειράζει καν που πάντα είναι μέρα
μες στη νύχτα του ποτέ.
Γητειά μου εσύ με σαΐτεψες
σα ρεματιάς αυλός
πριν το φαράγγι των χελιδονιών
μετά τους αμμόλοφους με τα πεύκα.
Στις ανταύγειες των καιρών
που δονούν τις θαλασσοσπηλιές
γλιστράει η ηχώ η ανεξιχνίαστη
η πεταλουδόψυχη.

Έξοδος

Κάποιες φορές κολυμπάς στα κύματα
που απειλούν να σε καταπιούν.
Κι άλλες στα κάγκελα που σε κλείνουν
σκαρφαλώνεις για να βγεις.
Μέχρι κι από τη γη μπορείς και φεύγεις
γιατί πίστεψες πως θα σου δώσει
ό,τι χρειάζεσαι για να το κάνεις.
Και είχες δίκιο.
Μα η έξοδος ακόμα να βρεθεί
και δοκιμάζεις, ερευνάς, το νιώθεις πως
η πόρτα προς τα έξω
ανοίγει
προς τα μέσα.
Όμως μην ψάχνεις μόνο για την έξοδο.
Ψάξε και για το μίτο.

Μύηση

Κουράζεται η ψυχή
απ’ τα παιχνίδια των ανθρώπων.
Κι αναζητά το παιχνίδι του ανθρώπου
την αλήθεια, τη γαλήνη, την υγεία.
Μα η ηρεμία είναι ροή.
Θέλει γερό μυαλό για να την πιάσεις.
Κι έτσι η ψυχή επιστρέφει
στα παιχνίδια των ανθρώπων.
Για να επιβληθεί, ώριμη
και να’χει αποτελέσματα, αποφασισμένη.
Για να διακωμωδήσει και να μάθει
να γελάσει και να τρελαθεί.
Να δει το χρόνο.
Να απαντήσει και ν’ απαντηθεί.
μα η στιγμή είναι μαγεία
και το μυστήριο θέλει δυνατή, καθαρή ψυχή
για να το πιάσεις.
Κι αναζητά ελευθερία.
Τότε η ψυχή πρέπει ν’ αποφασίσει.
Εδώ, ή εκεί, ή στα όρια.
(Και το εδώ είναι εκεί
και το όριο το σκοινί
που πάνω του πρέπει να περπατήσει)
Όμως αφήνει τα πράγματα να εξελιχθούν.
Ελπίζει.
Και επιταχύνει κι ανοίγει πανιά κι ασκούς
κι ό,τι βγει.







Ψηλά


Το τρομερό που του συνέβη,
ήταν ότι δεν του συνέβη τίποτα τρομερό.
Το σιωπηλό λευκό μόνιμα παρθένο μπροστά του,
του ‘κρυβε τους νόμους της καρτερικότητάς του.
ο Λευκός λοιπόν απόσταξε τη Θάλασσα.
Έκοψε τα μακριά μαλλιά του ήλιου σε στυλ μοντέρνο.
Μοίρασε καθρέφτες στ’ αστέρια.
Διόρισε φρουρούς του πεινασμένου ορίζοντα.
Θα έβαφε τον ουρανό.
Το θολωτό ουράνιο μάτι έκλαψε ασταμάτητα,
σα ρίχτηκε πάνω στο γυαλί του η άσπρη μπογιά.
Δεν βαφόταν.
ο Λευκός το έσπασε καχύποπτος
με το αιχμηρό σφυρί του.
Μα από πίσω υπήρχε μάτι άλλο,
πιο αιμάτινα σοφό, πιο κόκκινο και πιο γαλάζιο.
Το ‘σπασε μανιασμένος κι αυτό.
Και πάλι άλλο υπήρχε.
Κι όλο έσπαγε, κι όλο έβγαινε καινούριο.
Η κουκουβάγια χαρούμενα θρηνώντας κάποιο βράδυ,
μου ‘πε
πως ο Λευκός ήταν η αιτία,
που τελευταία ο Ουρανός
ξεμάκραινε συνέχεια από κοντά μας.







Μοβ

Συνομιλήματα αγγέλων
σε λουλουδένια φιόρδ
πλεγμένα
στην πετονιά του νου.






Θαύματα
 
Φτιάχνοντας ένα κόσμο σεληνόφωτος
αέναα αναδευόμενου άοσμου χάους
όνειρα· όνειρα που λιγώνουν
παιγμένα όλα στον ίδιο άχρονο χώρο.
Αποπλανώντας την πηγαία μέθη
με θραύσματα κόσμων νοσταλγικών
που ξεκινήσαν όπως κι όλοι απ’ τη ζωή
ανάμεσα στο τζάμι και την κουρτίνα.
Αγριεμένες ζωές, ψυχές ζωντανεμένες
στου λαιμού το τέντωμα, στο λίκνισμα των ώμων,
στο φίλημα των αστεριών, στ’ ανοίγματα των πόθων,
στις μουσικές που δεν μπορείς
μέσα σου να κρατήσεις.
Ακολουθώντας τις οσμές που δείχνουνε τα μάγια
αερικό φτερούγισμα στα μάτια στην καρδιά
στα χείλια
ανάσα μου πνοή μου πνεύμα μου Θεέ μου
γύρω μου μέσα μου παντού, η αυλή των θαυμάτων.






Γυμνό

Θα μπορούσα να πω
πως ίσως κάποτε τα καταφέρεις
από διασκορπισμένους κι άσχετους σπασμούς,
να ανασυνθέσεις ένα νέο οργασμό.
Δεν θα το πω όμως,
γιατί ούτε καν αυτό
μπορεί να με φοβίσει πια.
Θα μπορούσα να πω
πως μάζεψα και μαζεύω
μπουκέτα ολάκερα — παθητικά, ποικίλοσμα —
δύναμης από κύμα κι αντιμάμαλο.
Δεν θα το πω όμως
γιατί είναι ανώφελο να τραβώ και να τυλίγω
κι άλλη γη κάτω απ’ τα πόδια μου.
Θα μπορούσες έτσι να πεις
δεν με κράτησε, τίποτα, δεν με γέρασε.
Δεν θα το πεις όμως,
για την υγεία του πάθους και της γέννησης
θέλω να μου πεις.
Λέω λοιπόν
πως όταν η νύχτα ξενυχτά μαζί μου
φυλάει πάντα μια απάντηση ή μια ερώτηση
για μένα.
Και κόκκινη μελένια αναμμένη μουσική.
Αναμμένη.
Σα φυτίλι.
Κεριού.
Ή βόμβας.





Ζεις;

Καθώς το πνεύμα γίνεται ελαφρύτερο
σε βλέπω όπως είσαι
χωρίς να χρειάζεται να σε ψάχνω τρελαμένος
στα πρόσωπα των γυναικών.
Σε νιώθω
και ξέρω πού θα σε βρω.
Δεν είσαι ζώο εσύ δεν είσαι σώμα.
Σε πήρα μέσα μου, θα σ’ έχω πάντα.
Είσαι δυο μάτια μαύρα τραγικά
με μαυροκόκκινα ίσια μαλλιά στα πλάγια.
Είσαι καρτούν από μόνη σου.
Είσαι η αίσθηση του τέλειου δοσίματος
που δεν θα υλοποιηθεί ποτέ,
γιατί σου δίνομαι συνέχεια, κάθε στιγμή
που σε ψάχνω στα πρόσωπα των άλλων γυναικών,
κάθε στιγμή
που περιμένω να χτυπήσεις το κουδούνι, κάθε στιγμή
που σε σκέφτομαι και θέλω να σε περιλούσω
με το πάθος μου,
ένα πάθος που αισθάνομαι ότι ποτέ δεν θα φτάσει
στα μεδούλια σου.
Μα εγώ είμαι ήδη στα μεδούλια σου.
Σαλταρισμένε κοριτσίστικε εαυτέ μου δεν μπορεί
να χαμογελάς μέσα στους σπασμούς μου
χωρίς ν’ ακούς που σου χτυπάω με τους σφυγμούς σου
να μου ανοίξεις,
σπαράζοντας
στην αυλή των σκιρτημάτων.
Όμορφη μέσα σε κάθε σπάσιμο
σε κάθε σκίσιμο όμορφη, σε κάθε ήχο. Όμορφη.
Πού είσαι;
Πού είσαι θεά των άθεων
μούσα των άξεστων
ζωή των νεκρών.
Πού είσαι;
Δαγκωματιά στο ακτινίδιο του χάους.

Παιχνίδια

Πετούμενο στην παραλία της πίσω μεριάς,
σαν το νησί που αργόπλοο χάνεται
μες στ’ άλλα νησιά.
Ουράνια οδηγός της ψυχής σου
έρχεσαι από κει που όλα επιτρέπονται
για να επιστρέψεις εκεί γεμίζοντάς τα χώρο,
το δικό σου χώρο.
Παραδομένη στο χρόνο και στη μέθη,
θα ξεφύγεις, γιασεμιά και τουλίπες
και κάποιος φίλος να σου κλείνει τα μάτια.
Ηδυπαθής, γλυκιά σαν καραμέλα
που δεν αντέχει να τη γλείφεις
άλλο μες στο στόμα σου
και θέλει να τη δαγκώσεις.





Επίκληση

Φυλλώματα οι αγκαλιές
φυσήματα ύφη στα φωτισμένα πρόσωπα των πεύκων.
Τέλη, φιλήματα, μοιρολόγια,
ηρωισμοί, μοναξιές, γελοιότητες, τέλη...
Η ψυχή μου είναι τρελή
Θέλω να τρελαθεί κι άλλο.
Θεέ φωνάζω μόνο προς τα Σένα μπορώ φωνάξω.
Κι αυτό είναι το μόνο που μπορώ να φωνάξω.
Φιλήματα στην άμμο
ο άνεμος γλυκά τ’ αγκάλιασε.
Λουλούδια με κλειστά τα μάτια ή ανοιχτά
χορεύουν μεθυσμένα απ’ τ’ άρωμά τους.
Ζωή σκληρή, θεατρική, πουτάνα.
Πουτάνα, σου φωνάζω.
Μα δεν υπάρχεις.
Θεέ μου σώσε με. Τουλάχιστο βόηθα με.
Αν ο Θεός είχε σπίτι, αυτό θα ήταν σε αδιέξοδο.
Αν ο Θεός ήταν ουράνιο τόξο θα ‘θελα να ‘σουν
το μαβί του κι εγώ το κόκκινο.
Θέλω να σου μιλήσω. 









Ζούμε καταστρώνοντας τον τέλειο θάνατο.







2Οός Αιώνας

Και είπε ο άλλος:
«Σφαγμένα αγάλματα, καμένοι πρωταγωνιστές
τρύπια τοπία, άφωνοι χώροι...
η... επανάσταση της άλλης όχθης».
Και η ηχώ είπε:
«Ακολουθούμε όλοι τον ίδιο δρόμο
και κυρίως εμείς που κατουράμε στο νερό
και πίνουμε,
που τρεφόμαστε με λάσπη κι έχουμε
τη γεύση του ουρανού στον ουρανίσκο μας,
που κάθε φορά που βλέπουμε τον ήλιο
είναι σημάδι ότι πάμε καλά.
Στους καταρράχτες σβήνει η εικόνα τ’ ουρανού.
Στους κεραυνούς πνίγεται το νερό».
Κάποιος πήγε ν’ αγκαλιάσει
και του δέσανε τα χέρια.
Κάποιος πήγε να πετάξει
και του καρφώσαν τα φτερά.
Ο άνεμος, αχ ο άνεμος.
Και είπε ο ένας:
«Φωτιά, φωτιά!! Η νύχτα να καεί».
Και είπε ο άλλος.
«Φωτιά, φωτιά!! Να σβήσει η μέρα».
Και έγινε παντού φωτιά.
Και η ηχώ είπε:
«Εδώ στην κορφή της Θάλασσας βλασταίνω,
εκκρίνω
γεννάω το σύμπαν μου εδώ.
Θεοί και Θεές λατρέψτε με εδώ.
Υπόσχομαι Θα πιω το αίμα σου ουρανέ. Δώσ’ το μου».
Χύθηκε ο ουρανός και το ποτάμι πλάταινε.
Και είπαν τα λάβαρα και τα εμβατήρια:
«Πίσω νερό. Μόνο ό,τι καίγεται μπορεί να λάμψει».
Και είπε ο κατακλυσμός:
«Ησύχασε φωτιά. Μόνο ό,τι ρέει μπορεί να ζήσει».
Και ακούστηκε η ηχώ:
«Πηγή και Θάλασσα, γη και ουρανός.
Πότε ποτάμι και πότε κεραυνός.
Ποτέ δεν φύγαμε, κι έχουμε φτάσει, και ταξιδεύουμε».
Και εμφανίστηκε η ουράνια πύλη
κι άρχισε ν’ απλώνεται.
Κι έγινε ίριδα παντού, όλος ο θόλος
μια ουράνια ίριδα.
Κι οι ίριδες γλύκαναν, κατάλαβαν, κοιτάχτηκαν.
Δεν είπαν τίποτα.


Δροσιά μου

Χώνω τη γλώσσα μου μες στ’ άδυτα
των πρόσκαιρων λαμπερών οσμών.
Ο αναζητούμενος καθρέφτης με δαγκώνει ηδονικά,
λούζει τις ίνες μου με φόβους και σκοπούς.
Στη θέση πια του κισσού,
μια λίμνη παπαρούνες ανασταίνονται.
Καρδιά, φυλάκισέ τες!
Ψυχή, τραγούδησέ τες!
Κορμί μου διασκορπίσου!
Αισθήσεις μου ενωθείτε!
Μέλισσες πάψτε λίγο!
Αίμα μου, χρωμάτισε όλους αυτούς
τους αδύναμους μουσαμάδες μας!
Ανάσα μου, ρούφηξε τη μανιασμένη μελωδία
ενός κόκκου γύρης
που χάνεται στη βαθύτερη σχισμή της Άνοιξης!
Χώρε υπάρχεις, πρόδωσέ με!!!
Δροσιά μου, μ’ ένα φιλί σε φίλησα με όσα
φιλιά έχω ποτέ δώσει...




 


Παρίσι ‘92

Ας αφήσουμε λοιπόν τα παραθυράκια μας ανοιχτά
κι ας μη μιλάμε άλλο γι’ αυτά.
Ας μιλήσουμε για το κρασί που κατεβαίνει
απ’ το ταβάνι και τους τοίχους.
Αλλά όχι, καλύτερα να πούμε για την τρελή
συνείδηση που γεμίζει τα κενά με Τίποτα
και στύβει το φόβο, τη ντροπή, την ενοχή
πάνω απ’ το στόμα της σαν ένα τσαμπί
μαύρα γυαλιστερά σταφύλια και γλείφεται.
Που τη ρωτάν: «Γιατί;» και λέει: «Τίποτα».
Που τα βλέπει όλα, μα όλα μοναχά τους
και λέει: «Τι ‘ν’ αυτό; Κι αυτό τι είναι;
Τίποτα, τίποτα, Τίποτα ... Αθροίστε Τα».
Απόψε η καρδιά μου είναι βαριά.
Μα πότε νοιάστηκα για την καρδιά μου;

Ρέω

Δε χρειάζεται. Δεν είναι απαραίτητο.
Δε μ’ ενδιαφέρει εμένα. Δε με νοιάζει. Βαριέμαι.
Δε με πειράζει. Δε διαφωνώ. Δε μ’ ενοχλεί.
Δεν πειράζει. Ψήνομαι.
Δεν πιστεύω. Δεν κολλάω. Δεν πιέζω.
Δεν κρατιέμαι. Αφήνομαι.
Δεν ξέρω. Μαθαίνω.
Δε μιλάω. Λέω.
Δε στέλνω. Πάω.
Δεν κοιτάζω. Βλέπω.
Δεν παίζω. Ζω.






Ταξιδιώτης

Θυμάμαι, κάποτε που τριγύριζα
στις ζούγκλες της Ζανζιβάρης
αντίκρισα έναν ιαγουάρο μες στα χορτάρια.
Μου ‘πανε σκέψου πριν μπαρκάρεις!
Όσα δεν βρήκες μην κάνεις κρεμαστάρια.
Κάθε δουλειά έχει και τις δυσκολίες της.




Έχει

Απίστευτο. Απειρόληκτες λέξεις, απειρόχωρες πίστες αγκαλιασμένων χοροπηδηχτών,
για ν’ αποδράσω απ’ την απύθμενη απειλή.

Σ’ έπιασα απ’ τα ρουθούνια και σε πέρασα
μέσ’ απ’ τις πύλες
της ανυπόμονης βελόνας μου.
Σ’ εκείνο το πέρασμα σ’ έδεσα κόμπο
κι άρχισα να ράβω ένα παλτό από δέρμα ουρανού.
Το ‘ραβα πάνω μου μα δεν πόναγα, δε μ’ έκαιγες.
Και γύριζα ολοένα να δω τον κόμπο,
να πειστώ πως είσαι δω.
Μα εσύ καιγόσουν μόνη, χλόη που τρώει τις ρίζες της,
δόντια που φάγαν όλο το κορμί τους μα δεν μπορούν
να φάνε τον εαυτό τους.
Αν είσαι συ αυτό που βρέχει τις νύχτες μέσ’ απ’ τις
φωτεινές τρύπες τ’ ουρανού, τότε ξέρεις
Ο ουρανός έχει χρώμα.
Ο ουρανός είναι χρώμα.
Είναι πεταλουδίσιες ζωές κι ανταύγειες που βουτούν
ξελιγωμένες μες στη λαχτάρα των ματιών σου.





Ώρες
Ώρα 1η

Πιστεύω ότι η καταστροφή του κόσμου
θα γίνει σύντομα.
Ελπίζω να καταλαβαίνετε τι σημαίνει αυτό για μένα.
Ζω μ’ ένα ατέλειωτο άγχος.
Αν θα σας δώσω να καταλάβετε αυτό που νιώθω.
Σας αγαπώ.

Ώρα 2η
Μετρώ τις λέξεις και τα γράμματά Τους,
χωρίζοντάς τα σε τετράδες.
Πιστεύω ότι οι αριθμοί έχουν ένα βαθύτερο νόημα.
Είμαι προληπτικός.
Φοβάμαι ν’ αγγίξω επικίνδυνα πράγματα.
Δεν μιλώ για το μέλλον.
Φοβάμαι μη βγω προφητικός.

Ώρα 3η
Εδώ παλιότερα ίσως να σας έβαζα την αναίρεση
και τη νίκη του πρίγκιπα του φωτός
ή ίσως να σας ανέβαζα την αγωνία
μεταθέτοντας την ανατροπή στην τέταρτη ώρα,
βρίσκοντας την ευκαιρία να σας υπενθυμίσω
ποιες είναι σι πηγές των φώτων.
Τίποτα λέω τώρα
Τι να κάνουμε, ζούμε σε καιρούς επαναστατικούς.

Διαφήμιση Κυβερνοπάνκ
Είστε τυφλός; Τώρα κι εσείς μπορείτε
τηλεόραση να δείτε.
Πραγματικότητα; πρ, πράγμα, πράγματι, πραγματικό
πραγματικότητα.

Ώρα 4η
Είναι όλα καθαρά.
Τίποτα δεν χρειάζεται εξήγηση.
Απόγνωση, κινητήρια δύναμη της ιστορίας.
Είμαι βουτηγμένος σε εικόνες δίχως κόκκο.
Σας φιλώ λάγνα.
Ήρθε ο άνεμός μου να με πάρει.





Το πουλί

Με την αβροφροσύνη του μνηστήρα,
στην τεθλασμένη του καλωδίου,
έξωση της μοναχοκόρης,
αμπελίσια ξαστεριά
προληπτική γκάφα.
Ισοφαρίξω την εξέλιξη.


 
Το κύμα τον χρόνου

Ο χρόνος μάς άφησε έξω απ’ αυτόν
και μας παγίδεψε στο χώρο.
Δίνοντας μόνο ένα μικρό κομμάτι του σ’ εμάς.
Το σπέρμα του χρόνου.
Όσο χρειάζεται ακριβώς για να υπάρχουμε.
Τ’ αστέρια γύρω μου πάλλονται σε ζελεδένιο σύμπαν.
Θέλω να μπω μέσα του να ταξιδέψω
με τ’ αστέρια να μου σκαν χαμόγελα καθώς
χάνονται πίσω μου.
Είναι συναίσθημα ο ουρανός.
Συναίσθημα είναι το ποτάμι.
Το πουλί είναι συναίσθημα.
Στο μαύρο δάσος η ζωή ψάχνει
το κύμα του χρόνου.
Δεν είναι αυτές πυγολαμπίδες.
Είναι τ’ αστέρια που έρχονται σε μένα.
Άνεμε αστρίτη φύσηξε και φέρ’ τα,
μες στην ψυχή μου φύσα μου τ’ αστέρια.



Εκπυρσοκροτήτρια

Μη μπορώντας να ξεφύγω,
η τρέλα πρέπει ν’ ανεβαίνει
σήκω, πρέπει να φύγουμε, μ’ αρέσει.
ο χρόνος είναι ο τύπος που περιμένει στη γωνία
ο χώρος αγωνιά ν’ αποχτήσει την παραπέρα υφή,
μετα-καρτούν, μετα-σαλταρισμένη φάση.
ο χώρος είναι λιγοστός για να σε κλείσω
ο χρόνος μυστικοπαθής ζηλιάρης.
Στη μαγεία μέσα είσαι κλεισμένη
κι εγώ ο φιλόξενος διαφεντευτής της.
Όπου με βρεις θυμήσου με
και ψάλε μου.
Ψάλε μου ζωάκι μου μαγεμένο
ζηλεμένο ζωάκι, αγαπημένο, λατρεμένο.
Αλήθεια μου, ψέμα μου,
αγάπη μου, αγάπη μου,
φωτίτσα μου, ζωίτσα μου, φιλί μου.
Γυναίκα σαν δρα και φουντώνει η αρσενική μου φύση.

Μυστήριο άφατο, παντοτινό μυστήριο
θα είσαι πάντα μαγικό μυστήριο
ακόμα κι αν κάποτε δεν είσαι πια άφθαστο μυστικό
και γίνεις αμπέλι και σταφύλι και κρασί και ξύδι
κι εγώ μύστης σου.